Η σαρανταπεντάχρονη Αγγέλα, ανεβαίνει στην ταράτσα του σπιτιού της αναζητώντας τη λύτρωση στον θάνατο. Στα ελάχιστα λεπτά που τη χωρίζουν απ’ αυτόν, αναδρομεί τη ζωή της· ψηλαφεί περίλυπη τον τοίχο της αδικίας που χτίστηκε από την αδυναμία της μητέρας της να δικαιολογήσει τη δική της ζωή και ν’ αποδεχτεί την πραγματικότητα των χαμένων της ονείρων… Ο νους της, ώριμος πλέον, αναζητά τους λόγους της κατάφωρης δυνάστευσης που υπέστη, στο όνομα ενός μικροαστικού καθωσπρεπισμού, τον οποίο υποχρεωνόταν να υπηρετεί απαρέγκλιτα σε όλα της χρόνια. Στο τέλος της ιστορίας, η αποκάλυψη ενός ακόμα μυστικού, θα αποτελέσει την αιτία που θα την κάνει να ατενίζει το κενό με αγάπη. Κι όμως… η τελευταία λέξη από τα χείλια της δεν είχε ειπωθεί κι αυτό, γιατί αντιλαμβάνεται όψιμα τα δικαιώματα που κατέχουν όλοι εκείνοι που έχουν αποφασίσει να δώσουν τέλος στη ζωή τους…
Διαβάστε στο site τις απόψεις της ερμηνεύτριας του ρόλου Σάρας Ταρζή, της σκηνοθέτου Ελένης Μιχελή και την υπόθεση του έργου δείτε φωτογραφίες.
Η συνέντευξη του Συγγραφέα στο site Koukidaki για το 'Κορίτσι Διαμάντι'.
Δημοσιογράφος Koukidaki: Πώς προσεγγίσατε την ψυχολογία τής εν δυνάμει αυτόχειρης;
Γιώργος Σ. Πολίτης: Θα έλεγα ότι το έργο προέκυψε από τη μορφή και τον χαρακτήρα της Αγγέλας και όχι από της ανάγκες μίας υπόθεσης, άρα μπορώ με σιγουριά να ισχυριστώ, ότι ως οντότητα προϋπήρχε, καθώς φιλοξενούταν μέσα μου πολύ πριν αγγίξω το πληκτρολόγιο. Τώρα, για την επιθυμία της να δώσει τέλος στη ζωή της ή αν με αφορμή αυτήν, θίγετε ή θίγεται, γενικότερα η τάση του ανθρώπου για εθελούσια έξοδο από τη ζωή, είναι ένα τεράστιο θέμα για συζήτηση. Αρχικά, θα μπορούσαμε να σταθούμε στην ανθρώπινη αδυναμία, αργότερα στην δύναμη, κατόπιν στην επίγνωση και να καταλήξουμε σε κάποια μορφή απαξίωσης ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής (λόγω ίσως μιας αδυναμίας υπέρβασης). Θα μπορούσαμε βεβαίως να μιλήσουμε γενικότερα και για απολύτως συνειδητή επιλογή, που κρίνει την προτεινόμενη ζωή από τα πολιτικά συστήματα ή τις υπάρχουσες νόρμες, ανυπόφορη και ενδεχομένως οδυνηρή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, υπάρχουν εκατέρωθεν ισχυρά επιχειρήματα… με πρώτο αμφίδρομο και καλύτερο ίσως, τα λόγια της Αγγέλας: Είναι απίστευτα τα δικαιώματα που αποκτά κάποια που έχει αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή της.
Δ. Ποιες οι δυσκολίες ή οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε;
Γ.Π. Ως πρόκληση -από τη σύλληψη της ιδέας, μέχρι την ολοκλήρωση οποιοδήποτε έργου- είναι η απόδοση της πραγματικότητας του συγγραφέα, μια υπόθεση καθαρά υποκειμενική θα τονίσω, που ωστόσο αν είναι πετυχημένη, βρίσκει καταφάσεις σε πολλούς θεατές ή αναγνώστες. Το μεγάλο στοίχημα λοιπόν για τον κάθε υπογράφοντα, δεν είναι η απόδοση ενός θεατρικού ή μυθιστορηματικού έργου, που να μπορεί απλά να σταθεί ως μία υπόθεση με ενδιαφέρον, αλλά να καταφέρει μέσα από το ρεαλισμό που εκφράζεται να γεννήσει θέματα για συζήτηση, Να καταρρίψει ή να αναδείξει ιδέες και τρόπους ζωής που οδηγούν συντομότερα στην ευτυχία.
Δ.Τι θέλετε να κρατήσει ο θεατής;
Γ.Π.Δεν έχει τόσο σημασία τι θέλω εγώ, ως συγγραφέας, να αποκομίσει ο θεατής, αλλά το τι εκείνος τελικά θα θελήσει, κι είναι βέβαιο πως ο καθένας θα κρατήσει αν δεν επηρεαστεί (κι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό), θέματα όμορα των βιωμάτων, των πεποιθήσεων και των συναισθημάτων που αυθόρμητα θα γεννηθούν την ώρα της παράστασης. Κατόπιν αυτών, ο λόγος συγγραφής του έργου ‘θολώνει’, περνά σε δεύτερη μοίρα, μοιάζει αδιάφορος κι ίσως πράγματι να είναι, αφού πλέον ως κύριος (λόγος) προβάλλεται, η διέγερση του νου του θεατή. Κατόπιν αυτής, αποκτάμε το δικαίωμα του ισχυρισμού όλοι οι συντελεστές (ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας), ότι πετύχαμε τουλάχιστο έναν στόχο. Πέραν όλων, με έμφαση θέλω να πω, ότι το ουσιώδες (για μένα) είναι, ο θεατής να εστιάσει αρχικά στην κακή πρακτική χειραγώγησης των παιδιών κι αργότερα χρησιμοποιώντας ως έναυσμα αυτήν, να επεκτείνει έχοντας διευρύνει τη ματιά του, στην έννοια της ελευθερίας, σε κάθε επίπεδο ξεχωριστά. Προσωπικό (ενοχές, αδικαιολόγητος αυτοπεριορισμός), οικογενειακό (απαγορεύσεις υποταγή), κοινωνικό (φόβος κατακραυγής, ανάγκη αποδοχής), πολιτειακό (πρακτικές ιδεολογικών καταστολών) κ.ά. Δεν πρέπει μόνο επιγραμματικά να λέμε, αλλά έχοντας επίγνωση να διακηρύττουμε, ότι η ελευθερία του καθενός μας, δεν απολαμβάνεται εκ παραχωρήσεως κανενός… Είναι φυσικό μας δικαίωμα, που προεκτεινόμενο οφείλει να γίνει υποχρέωση βαριά, έναντι του εαυτού μας πρώτα, σε κάθε έκφανση της ζωής μας και κατόπιν υπέρ όλων των συνανθρώπων μας.