Με κοιτούσε σαν χαζεμένος. Δεν το περίμενε από εμένα. Στα σίγουρα όχι τέτοια ευφράδεια. Τον λυπόμουν αλλά δεν θα του έκανα τη χάρη.
«Ξέρεις πού πιάστηκε βλάκας ο θάνατος, για μία στιγμή έστω; Εσύ μου το είπες Στήβι αλλά δεν το προχώρησες γιατί δεν ήθελες να το πας πιο μπροστά. Με φοβόσουν. Σκιάχτηκες μη ξυπνήσω και δω το μάταιο. Στην Φλάνδρα πιάστηκε κορόιδο. Ναι, τα Χριστούγεννα όταν βγήκαν από τα χαρακώματα Γερμανοί και Άγγλοι και Γάλλοι και όλες οι φυλές του Ισραήλ και αγκαλιάστηκαν και ήπιαν κρασί μαζί σαν μία παρέα. Εχθροί και φίλιοι γιόρτασαν αντάμα. Και τραγούδησαν Στήβι, δίχως όπλα. Την ‘’άγια νύχτα’’, δεν τραγούδησαν; Ύμνο στην ανθρωπιά δεν είπαν; Πρόσεξε μην μου τα αλλάζεις τώρα γιατί δεν θα βγεις ζωντανός από τα χέρια μου. Πρόσεξε… Δεν τραγούδησαν μια μέρα αγκαλιά πριν σφαχτούν την επόμενη; Τιμή, ανάγκη ή βλακεία; Πρόσεξε τι θα πεις»
Έσπασα. Το είχα ανάγκη το ξεσπάθωμα. Η ένταση, ο φόβος, το άγνωστο, η πάστα του ανθρώπου που αναγκάζεται να αλλάξει. Όλα έπαιξαν το ρόλο τους. Ακόμα και η μορφή τού Αυστραλού που δεν ήθελα να τον δω να σκοτώνεται. Ξέσπασα σε κλάματα στην αγκαλιά του. Με πήρε το ηλίθιο παράπονο
«Θα πάμε στο μέρος που μας είπε ο Μιχαήλ το σούρουπο, αλλά χωρίς όπλα. Είσαι μέσα; Το λέει η καρδιά σου;» Τον πίεσα.
Δεν μπορεί παρά να θυμόμουν το γέλιο του αργότερα, το ίδιο και την απάντησή του.
«Είμαι Γιωργή. Θα γίνουμε οι πρώτοι που γέλασαν με τον εχθρό βγάζοντας τη γλώσσα στο φόβο»
«Ξέρεις πού πιάστηκε βλάκας ο θάνατος, για μία στιγμή έστω; Εσύ μου το είπες Στήβι αλλά δεν το προχώρησες γιατί δεν ήθελες να το πας πιο μπροστά. Με φοβόσουν. Σκιάχτηκες μη ξυπνήσω και δω το μάταιο. Στην Φλάνδρα πιάστηκε κορόιδο. Ναι, τα Χριστούγεννα όταν βγήκαν από τα χαρακώματα Γερμανοί και Άγγλοι και Γάλλοι και όλες οι φυλές του Ισραήλ και αγκαλιάστηκαν και ήπιαν κρασί μαζί σαν μία παρέα. Εχθροί και φίλιοι γιόρτασαν αντάμα. Και τραγούδησαν Στήβι, δίχως όπλα. Την ‘’άγια νύχτα’’, δεν τραγούδησαν; Ύμνο στην ανθρωπιά δεν είπαν; Πρόσεξε μην μου τα αλλάζεις τώρα γιατί δεν θα βγεις ζωντανός από τα χέρια μου. Πρόσεξε… Δεν τραγούδησαν μια μέρα αγκαλιά πριν σφαχτούν την επόμενη; Τιμή, ανάγκη ή βλακεία; Πρόσεξε τι θα πεις»
Έσπασα. Το είχα ανάγκη το ξεσπάθωμα. Η ένταση, ο φόβος, το άγνωστο, η πάστα του ανθρώπου που αναγκάζεται να αλλάξει. Όλα έπαιξαν το ρόλο τους. Ακόμα και η μορφή τού Αυστραλού που δεν ήθελα να τον δω να σκοτώνεται. Ξέσπασα σε κλάματα στην αγκαλιά του. Με πήρε το ηλίθιο παράπονο
«Θα πάμε στο μέρος που μας είπε ο Μιχαήλ το σούρουπο, αλλά χωρίς όπλα. Είσαι μέσα; Το λέει η καρδιά σου;» Τον πίεσα.
Δεν μπορεί παρά να θυμόμουν το γέλιο του αργότερα, το ίδιο και την απάντησή του.
«Είμαι Γιωργή. Θα γίνουμε οι πρώτοι που γέλασαν με τον εχθρό βγάζοντας τη γλώσσα στο φόβο»