Περίληψη
Στην Σμύρνη του 35 ανοίγω τα σπλάχνα μου. Γυρεύω την άλλη σύνδεση εκείνη που με ενώνει με το πονεμένο μου παρελθόν. Προσκυνώ τις αναμνήσεις που θα έπρεπε να ξεχνώ ή όχι; Ψάχνω με αγωνία ενόχους, για προσπαθώ να καλύψω τις δικές μου ανάγκες; Στο σπίτι της Ναξντίλ η σάρκα γιορτάζει και καθώς γίνομαι ένα με όλη την Ανατολή, το όπιο μου ψιθυρίζει λόγια που δεν θα έπρεπε να θυμάμαι. Παρασύρομαι στη λιτανεία τής μύησης… Αφήνω στο τέλος τής μεγάλης γιορτής μία και μόνη κληρονομιά μέσα σε ένα γράμμα με ένα και μοναδικό παραλήπτη. Είναι ο μόνος που θα έπρεπε να γνωρίζει και ο μόνος που θα μπορέσει να κρίνει. Χαμένες βουές αντιτάσσονται, κρύβονται και τρέμουν τον κάθε μου λόγο. Είθε το μεγάλο μου μυστικό να βρει τον αναπαμό στη φανέρωση…
Ο Αλέξης του σήμερα, περνάει απέναντι στα χώματα της Τουρκίας σπρωγμένος από τις οδηγίες τού χαρτιού που κρατάει στα χέρια του. Στο πλάι του, βοηθός, η Κλειώ που μόλις έχει γνωρίσει. Κανείς τους δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως η γραφή που θα ανακάλυπταν θα στεκόταν ικανή να αλλάξει τις ζωές και των δυό τους. Κανείς τους δεν θα ήθελε το πρόσωπο εκείνου του μύθου να είναι αληθεια
Η ιστορία έχει την βάση της σε πολλά πραγματικά γεγονότα από την καταστροφή της Σμύρνης τα οποία μας μεταφέρονται μέσα από τα μάτια ενός επτάχρονου κοριτσιού. Ο μύθος αναλαμβάνει την συνέχεια πολύ αργότερα, κυρίως από την στιγμή που η ηρωίδα θα περάσει και πάλι στα είκοσι χρόνια της από την Σάμο, απέναντι στα χώματα που μεγάλωσε σπρωγμένη από μια βαθύτερη ανάγκη να δει, να θυμηθεί και να γνωρίζει εκ νέου το υπόλοιπο τής ζωής άφησε εκεί και που φαντάζεται πως υπάρχει ακόμα…
Το έργο ξεδιπλώνεται με έναν εντελώς ιδιόρρυθμο τρόπο γραφής στα επίμαχα σημεία του, όπου οι μικρές προτάσεις (μιας, δύο ή τριών λέξεων) επιτείνουν τα συναισθήματα δίνοντάς τους το χρώμα που χρειάζονται ώστε να άγουν τον αναγνώστη με έναν πιο άμεσο τρόπο στο χώρο του δράματος αποφεύγοντας τις περιστροφές και τις μυθιστορηματικές περιττολογίες...
Απόσπασμα από το έργο...
Μένουμε κολλημένες στον τοίχο.
Λίγα μέτρα μπροστά μας άλλοι τούρκοι κάμουν σειρά. Κανείς δεν περνάει. Ξεχωρίζουν τους άντρες. Αιχμάλωτοι λένε.
Τα πόδια τους τα έχουν ανοιχτά, τα όπλα στα χέρια. Κάποιοι κρατάνε σπαθιά. Έτοιμοι δείχνουν… Μερικοί από δαύτους ξεκόβουν. Αρπάνε απ’ τα λαιμά και τα χέρια των γυναικών κοσμήματα. Από τ’ αυτιά τους σκουλαρίκια. Κάποιες τα κρύβουν, στα φουστάνια τους μέσα. Χέρια βρόμικα τις πιάνουν στα στήθια, στα σκέλια. Γελούνε. Το δίκιο του ισχυρού. Το αεράκι φυσάει. Κανείς δεν το νοιώθει. Ο ήλιος ζεσταίνει …λίγες εκατοντάδες μέτρα από τη θάλασσα, από τους συμμάχους, από το δίκιο…
Κάνουμε προς τα πίσω. Ο κόσμος συνεχίζει να κατεβαίνει. Προχωράμε με δυσκολία ανάποδα.
«Τον μπόγο μας μάνα. Πρόσεχε τον μπόγο μας»
«Κράτα μου το φουστάνι»
Αλαφιασμένη είναι. Φοβισμένη τη θαρρούσα, μα είναι πανικόβλητη. Μισά λόγια λέει. Τα κόβει στην μέση. Αλλάζει συνέχεια γνώμη. Ο πανικός βαραίνει το μυαλό. Το σκαλώνει, του κλέβει την κρίση την ορθή. Ένας τούρκος την αρπάζει από τα μαλλιά. Ακούω την φωνή της. Βλέπω το στόμα της ανοιχτό, μέχρι τα μέσα. Το ένα της χέρι αφήνει τον μπόγο και του αρπάει το χέρι. Γέρνει το κεφάλι της. Φωνάζω τ’ όνομά της. Ακούω την φωνή της. Νοιώθω τον πόνο της. Της τραβάει το μαντήλι. Λαχταρώ τα μαλλιά της. Πρώτη φορά τα βλέπω τόσο όμορφα να γεμίζουν τους ώμους της. Της λέγει κουβέντες τούρκικες. Της φωνάζει και στο τέλος την κτυπάει με το χέρι του.
Προσπαθεί να βγάλει τα σκουλαρίκια της να του τα δώσει. Παρακαλάω μέσα μου να το κάνει γρήγορα. Μου αφήνει το χέρι. Της βουτάω το φουστάνι και με τα δύο τα χέρια. Βάζω όλη μου την δύναμη. Μουρμουράω λόγια μισά. Τελικά καταφέρνω να φωνάξω.
«Μαμαά» Για κείνη φοβάμαι. Δεν ξέρω τι να κάνω. Για μένα δεν νοιάζομαι. Ακόμα και τα σκυλιά, τα προσέχουν τα παιδιά. Έτσι με είχαν δασκαλεμένη.
Ο τούρκος της παίρνει ότι αστράφτει πάνω της. Κάνει ένα βήμα πίσω. Μας κοιτά και τις δύο. Απλώνει το χέρι του και μας δείχνει. Κάτι μας προστάζει. Κλωτσάει την πρώτη πόρτα που βλέπει μπροστά του. Την ξεμασχαλιάζει από τις ραφές της. Σκλήθρες πετάγονται στον αέρα. Το ένα της φύλλο γέρνει νικημένο προς τα μέσα. Βουτάει την μάνα μου από το μαλλί και την τραβάει μέσα. Εμένα με αφήνει.
Πιάνω την μάνα μου από το φουστάνι και προσπαθώ να την κρατήσω. Φωνάζω. Ακούω τις φωνές μου, χωρίς να γνωρίζω τα λόγια τους.
Το βλέμμα μου συναντά εκείνο του τούρκου. Μαύρο το πρόσωπό του από την καπνιά. Τα χείλη του τραβηγμένα σ’ ένα χαμόγελο διαρκές. Τα μαλλιά του πηγμένα. Οι αρβύλες του σκισμένες σε δύο μεριές. Βρομάει ιδρώτα και τη μυρωδιά της φυλής του. Η στολή του ματωμένη και ρυπαρή.Η μάνα μου στριγγλίζει. Εκτός από μένα, κανείς δεν την ακούει, κανένας δεν τη νοιάζεται. Ποιος να συντρέξει ποιον; Ο καθένας μονάχος του παλεύει. Για τον εαυτό του και μόνο. Τέρμα οι δεσμοί. Μοναχά εκείνος της μάνας-παιδιού κρατάει ακόμα.
Πάλευε η μάνα. Κουνούσε τα χέρια της. Κλώτσαγε τα πόδια της. Ξεφυσούσε, να πάρει νέα δύναμη και εγώ έλιωνα βουβά. Δάγκωνα τα χέρια μου στην γωνία της σάλας του ξένου σπιτιού. Μούγκριζα κιόλας χωρίς να το νοιώθω.
Ο Τούρκος με ένα μαχαίρι τη σπρώχνει σε ένα τραπέζι.
Της μιλάει γλυκερά. Τα δόντια του φαίνονται, καφετιά είναι. Είμαι βέβαιη πως το στόμα του, θα μυρίζει την μυρωδιά κάποιας πείνας. Μερικά ποτήρια σπάνε. Μαζί τους κι ένα πιάτο ξεχασμένο. Ο ήχος και τα κομμάτια τους, ταιριάζουν απόλυτα με την ώρα, με τις φωνές, με την κατάσταση. Το φουστάνι της μάνας μου σηκωμένο μέχρι τις ρίζες των ποδιών της. Παλεύει ακόμα. Για πόσο; Κοιτάω τα πόδια της. Ποτέ μου δεν τα είχα φανταστεί τόσο λευκά. Ποτέ μου δεν πίστεψα τόσο, στην καθαρότητα τους. Τα δικά μου, είναι σχεδόν πάντα βρόμικα, από το παιχνίδια και πιο σκούρα από τη φύση τους. Και χτυπημένα είναι. Την πλησιάζω της τραβάω το φουστάνι προς τα κάτω. Ο Τούρκος με σπρώχνει. Μου αγριεύει, με απειλεί με τα μάτια. Η μάνα μου με βλέπει. Μου απλώνει το χέρι. Κλείνει τα μάτια της και βάζει τα κλάματα. Σπάει. Παραδίνεται. Λυγίζει. Αφήνεται…
«Φεύγα Αντέλα. Τρέχα» μου ουρλιάζει.
Ο τούρκος δεν μου δίνει σημασία. Μια ματιά, μου χαλαλίζει μονάχα.
Υποχωρώ στην γωνία. Με ξενίζει η θέα της μάνας μου. Με διώχνει ο πόνος που μου προκαλεί, αλλά δεν έχω που να πάω. Δεν μπορούσα να αφήσω την φιγούρα της πάνω σε ένα τραπέζι, με το ρούχο της σηκωμένο και τον παραδαρμό, ένα με τ’ ανάκατα μαλλιά της, με το έντρομο πρόσωπό της.
Ένας λυγμός με τράνταξε αιφνίδια. Σαν κεραυνός σε ουρανό γαλάζιο έσκασε κι έτρεξα. Έφυγα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν διαβώ το κατώφλι, ήταν λευκό κρέας των μηρών της, που ‘τρεμε καθώς ο τούρκος έπαιζε μαζί της, κάτι που δεν ήταν για παιδιά. Αν δεν ήταν εκείνο το κλάμα μου κι εκείνος ο μακρόσυρτος θρήνος, που ‘βγαινε πεντακάθαρος απ’ τα στήθια της, μπορεί να στεκόμουν ακόμα εκεί, να χαζεύω το μιαρό θέαμα, που καμιά μάνα δεν θα’ θελε να προσφέρει στο κορίτσι της.
Ξεγλιστρώ απ’ την πόρτα. Στέκομαι το κατώφλι.
Χαλασμός. Φωνές και τρεχάματα. Πιστολιές. Οι αισθήσεις παραδίνονται στην αλλοφροσύνη. Μένω κολλημένη στον τοίχο για λίγη ώρα και μπαίνω ξανά μέσα. Με τρόπο. Φοβισμένη. Η μάνα μου δεν φωνάζει πια. Καλό αυτό. Ο τούρκος έρχεται προς μέρος μου. Στριμώχνομαι στην γωνία. Σιάχνεται. Βολεύεται στα ρούχα του. Σκύβει και με κοιτά. Γελάει. Μου δείχνει τα δόντια του. Τα μάτια του στενεύουν. Δύο γραμμές γίνονται.
Βγαίνει γελώντας. Χώνομαι μέσα. Την βλέπω να στέκει ακόμα πάνω στο τραπέζι. Η μπεζ φορεσιά της σηκωμένη, μα τα πόδια της κατεβασμένα. Κρέμονται άβολα από τον πάγκο του τραπεζιού. Η μέση της κυρτώνει. Λευκά και κόκκινα τα μπούτια της. Το αίμα ξεπηδάει ακατάσχετα από τα μέσα τους. Στο βάθος του μοιάζει μαύρο, πηχτό σα μέλι, μετά αραιώνει και παίρνει τη γνώριμη χροιά του. Σταλάζει από της γάμπες της και τ’ ακροδάκτυλά της, στο πάτωμα του ξένου σπιτιού. Την πλησιάζω αργά. Κάτι μου γδέρνει την ψυχή και κάτι άλλο μου κεντά το στομάχι.
«Μαμά»
Αμάσητα τριαντάφυλλα σα να είχα καταπιωμένα, με μίσχους κι αγκύλια.
«Μαμαά»
Χαμογελάω γκριμάτσες απόγνωσης. Στεγνή μορφή, ολάκερο το πρόσωπό μου. Τα σωθικά μου ανακατεύονται.
Δεν έπρεπε να δω. Δεν έπρεπε να ξέρω, αλλά πώς να φύγω;
Την πλησιάζω. Της κατεβάζω το φουστάνι. «Τα πόδια των γυναικώνε, τα βλέπει ο άντρας τους μονάχα κι αυτό μετά την ευλογιά του παπά» Έτσι μου ‘χε πει κάποτε, σαν με μάθαινε πώς να κάθομαι «μεγαλώνεις» είχε προσθέσει με γλύκα. Τότε…
Τη βλέπω να κουνάει τα χείλια της. Προσπαθεί να μιλήσει.
«Μαμααά» Παράκληση. Προσευχή. Ικεσία σε κάθε Θεό.
Όχι. Τίποτα δεν είπε. Ούτε συγνώμη, ούτε βοήθα Παναγιά, ούτε καμιά συμβουλή. Τίποτα. Το χέρι της κρέμασε άψυχα. Τα δάκτυλά του σχημάτιζαν μικρά τόξα. Ο δείκτης της έδειχνε τον ουρανό. Τυχαία.
Στην Σμύρνη του 35 ανοίγω τα σπλάχνα μου. Γυρεύω την άλλη σύνδεση εκείνη που με ενώνει με το πονεμένο μου παρελθόν. Προσκυνώ τις αναμνήσεις που θα έπρεπε να ξεχνώ ή όχι; Ψάχνω με αγωνία ενόχους, για προσπαθώ να καλύψω τις δικές μου ανάγκες; Στο σπίτι της Ναξντίλ η σάρκα γιορτάζει και καθώς γίνομαι ένα με όλη την Ανατολή, το όπιο μου ψιθυρίζει λόγια που δεν θα έπρεπε να θυμάμαι. Παρασύρομαι στη λιτανεία τής μύησης… Αφήνω στο τέλος τής μεγάλης γιορτής μία και μόνη κληρονομιά μέσα σε ένα γράμμα με ένα και μοναδικό παραλήπτη. Είναι ο μόνος που θα έπρεπε να γνωρίζει και ο μόνος που θα μπορέσει να κρίνει. Χαμένες βουές αντιτάσσονται, κρύβονται και τρέμουν τον κάθε μου λόγο. Είθε το μεγάλο μου μυστικό να βρει τον αναπαμό στη φανέρωση…
Ο Αλέξης του σήμερα, περνάει απέναντι στα χώματα της Τουρκίας σπρωγμένος από τις οδηγίες τού χαρτιού που κρατάει στα χέρια του. Στο πλάι του, βοηθός, η Κλειώ που μόλις έχει γνωρίσει. Κανείς τους δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως η γραφή που θα ανακάλυπταν θα στεκόταν ικανή να αλλάξει τις ζωές και των δυό τους. Κανείς τους δεν θα ήθελε το πρόσωπο εκείνου του μύθου να είναι αληθεια
Η ιστορία έχει την βάση της σε πολλά πραγματικά γεγονότα από την καταστροφή της Σμύρνης τα οποία μας μεταφέρονται μέσα από τα μάτια ενός επτάχρονου κοριτσιού. Ο μύθος αναλαμβάνει την συνέχεια πολύ αργότερα, κυρίως από την στιγμή που η ηρωίδα θα περάσει και πάλι στα είκοσι χρόνια της από την Σάμο, απέναντι στα χώματα που μεγάλωσε σπρωγμένη από μια βαθύτερη ανάγκη να δει, να θυμηθεί και να γνωρίζει εκ νέου το υπόλοιπο τής ζωής άφησε εκεί και που φαντάζεται πως υπάρχει ακόμα…
Το έργο ξεδιπλώνεται με έναν εντελώς ιδιόρρυθμο τρόπο γραφής στα επίμαχα σημεία του, όπου οι μικρές προτάσεις (μιας, δύο ή τριών λέξεων) επιτείνουν τα συναισθήματα δίνοντάς τους το χρώμα που χρειάζονται ώστε να άγουν τον αναγνώστη με έναν πιο άμεσο τρόπο στο χώρο του δράματος αποφεύγοντας τις περιστροφές και τις μυθιστορηματικές περιττολογίες...
Απόσπασμα από το έργο...
Μένουμε κολλημένες στον τοίχο.
Λίγα μέτρα μπροστά μας άλλοι τούρκοι κάμουν σειρά. Κανείς δεν περνάει. Ξεχωρίζουν τους άντρες. Αιχμάλωτοι λένε.
Τα πόδια τους τα έχουν ανοιχτά, τα όπλα στα χέρια. Κάποιοι κρατάνε σπαθιά. Έτοιμοι δείχνουν… Μερικοί από δαύτους ξεκόβουν. Αρπάνε απ’ τα λαιμά και τα χέρια των γυναικών κοσμήματα. Από τ’ αυτιά τους σκουλαρίκια. Κάποιες τα κρύβουν, στα φουστάνια τους μέσα. Χέρια βρόμικα τις πιάνουν στα στήθια, στα σκέλια. Γελούνε. Το δίκιο του ισχυρού. Το αεράκι φυσάει. Κανείς δεν το νοιώθει. Ο ήλιος ζεσταίνει …λίγες εκατοντάδες μέτρα από τη θάλασσα, από τους συμμάχους, από το δίκιο…
Κάνουμε προς τα πίσω. Ο κόσμος συνεχίζει να κατεβαίνει. Προχωράμε με δυσκολία ανάποδα.
«Τον μπόγο μας μάνα. Πρόσεχε τον μπόγο μας»
«Κράτα μου το φουστάνι»
Αλαφιασμένη είναι. Φοβισμένη τη θαρρούσα, μα είναι πανικόβλητη. Μισά λόγια λέει. Τα κόβει στην μέση. Αλλάζει συνέχεια γνώμη. Ο πανικός βαραίνει το μυαλό. Το σκαλώνει, του κλέβει την κρίση την ορθή. Ένας τούρκος την αρπάζει από τα μαλλιά. Ακούω την φωνή της. Βλέπω το στόμα της ανοιχτό, μέχρι τα μέσα. Το ένα της χέρι αφήνει τον μπόγο και του αρπάει το χέρι. Γέρνει το κεφάλι της. Φωνάζω τ’ όνομά της. Ακούω την φωνή της. Νοιώθω τον πόνο της. Της τραβάει το μαντήλι. Λαχταρώ τα μαλλιά της. Πρώτη φορά τα βλέπω τόσο όμορφα να γεμίζουν τους ώμους της. Της λέγει κουβέντες τούρκικες. Της φωνάζει και στο τέλος την κτυπάει με το χέρι του.
Προσπαθεί να βγάλει τα σκουλαρίκια της να του τα δώσει. Παρακαλάω μέσα μου να το κάνει γρήγορα. Μου αφήνει το χέρι. Της βουτάω το φουστάνι και με τα δύο τα χέρια. Βάζω όλη μου την δύναμη. Μουρμουράω λόγια μισά. Τελικά καταφέρνω να φωνάξω.
«Μαμαά» Για κείνη φοβάμαι. Δεν ξέρω τι να κάνω. Για μένα δεν νοιάζομαι. Ακόμα και τα σκυλιά, τα προσέχουν τα παιδιά. Έτσι με είχαν δασκαλεμένη.
Ο τούρκος της παίρνει ότι αστράφτει πάνω της. Κάνει ένα βήμα πίσω. Μας κοιτά και τις δύο. Απλώνει το χέρι του και μας δείχνει. Κάτι μας προστάζει. Κλωτσάει την πρώτη πόρτα που βλέπει μπροστά του. Την ξεμασχαλιάζει από τις ραφές της. Σκλήθρες πετάγονται στον αέρα. Το ένα της φύλλο γέρνει νικημένο προς τα μέσα. Βουτάει την μάνα μου από το μαλλί και την τραβάει μέσα. Εμένα με αφήνει.
Πιάνω την μάνα μου από το φουστάνι και προσπαθώ να την κρατήσω. Φωνάζω. Ακούω τις φωνές μου, χωρίς να γνωρίζω τα λόγια τους.
Το βλέμμα μου συναντά εκείνο του τούρκου. Μαύρο το πρόσωπό του από την καπνιά. Τα χείλη του τραβηγμένα σ’ ένα χαμόγελο διαρκές. Τα μαλλιά του πηγμένα. Οι αρβύλες του σκισμένες σε δύο μεριές. Βρομάει ιδρώτα και τη μυρωδιά της φυλής του. Η στολή του ματωμένη και ρυπαρή.Η μάνα μου στριγγλίζει. Εκτός από μένα, κανείς δεν την ακούει, κανένας δεν τη νοιάζεται. Ποιος να συντρέξει ποιον; Ο καθένας μονάχος του παλεύει. Για τον εαυτό του και μόνο. Τέρμα οι δεσμοί. Μοναχά εκείνος της μάνας-παιδιού κρατάει ακόμα.
Πάλευε η μάνα. Κουνούσε τα χέρια της. Κλώτσαγε τα πόδια της. Ξεφυσούσε, να πάρει νέα δύναμη και εγώ έλιωνα βουβά. Δάγκωνα τα χέρια μου στην γωνία της σάλας του ξένου σπιτιού. Μούγκριζα κιόλας χωρίς να το νοιώθω.
Ο Τούρκος με ένα μαχαίρι τη σπρώχνει σε ένα τραπέζι.
Της μιλάει γλυκερά. Τα δόντια του φαίνονται, καφετιά είναι. Είμαι βέβαιη πως το στόμα του, θα μυρίζει την μυρωδιά κάποιας πείνας. Μερικά ποτήρια σπάνε. Μαζί τους κι ένα πιάτο ξεχασμένο. Ο ήχος και τα κομμάτια τους, ταιριάζουν απόλυτα με την ώρα, με τις φωνές, με την κατάσταση. Το φουστάνι της μάνας μου σηκωμένο μέχρι τις ρίζες των ποδιών της. Παλεύει ακόμα. Για πόσο; Κοιτάω τα πόδια της. Ποτέ μου δεν τα είχα φανταστεί τόσο λευκά. Ποτέ μου δεν πίστεψα τόσο, στην καθαρότητα τους. Τα δικά μου, είναι σχεδόν πάντα βρόμικα, από το παιχνίδια και πιο σκούρα από τη φύση τους. Και χτυπημένα είναι. Την πλησιάζω της τραβάω το φουστάνι προς τα κάτω. Ο Τούρκος με σπρώχνει. Μου αγριεύει, με απειλεί με τα μάτια. Η μάνα μου με βλέπει. Μου απλώνει το χέρι. Κλείνει τα μάτια της και βάζει τα κλάματα. Σπάει. Παραδίνεται. Λυγίζει. Αφήνεται…
«Φεύγα Αντέλα. Τρέχα» μου ουρλιάζει.
Ο τούρκος δεν μου δίνει σημασία. Μια ματιά, μου χαλαλίζει μονάχα.
Υποχωρώ στην γωνία. Με ξενίζει η θέα της μάνας μου. Με διώχνει ο πόνος που μου προκαλεί, αλλά δεν έχω που να πάω. Δεν μπορούσα να αφήσω την φιγούρα της πάνω σε ένα τραπέζι, με το ρούχο της σηκωμένο και τον παραδαρμό, ένα με τ’ ανάκατα μαλλιά της, με το έντρομο πρόσωπό της.
Ένας λυγμός με τράνταξε αιφνίδια. Σαν κεραυνός σε ουρανό γαλάζιο έσκασε κι έτρεξα. Έφυγα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν διαβώ το κατώφλι, ήταν λευκό κρέας των μηρών της, που ‘τρεμε καθώς ο τούρκος έπαιζε μαζί της, κάτι που δεν ήταν για παιδιά. Αν δεν ήταν εκείνο το κλάμα μου κι εκείνος ο μακρόσυρτος θρήνος, που ‘βγαινε πεντακάθαρος απ’ τα στήθια της, μπορεί να στεκόμουν ακόμα εκεί, να χαζεύω το μιαρό θέαμα, που καμιά μάνα δεν θα’ θελε να προσφέρει στο κορίτσι της.
Ξεγλιστρώ απ’ την πόρτα. Στέκομαι το κατώφλι.
Χαλασμός. Φωνές και τρεχάματα. Πιστολιές. Οι αισθήσεις παραδίνονται στην αλλοφροσύνη. Μένω κολλημένη στον τοίχο για λίγη ώρα και μπαίνω ξανά μέσα. Με τρόπο. Φοβισμένη. Η μάνα μου δεν φωνάζει πια. Καλό αυτό. Ο τούρκος έρχεται προς μέρος μου. Στριμώχνομαι στην γωνία. Σιάχνεται. Βολεύεται στα ρούχα του. Σκύβει και με κοιτά. Γελάει. Μου δείχνει τα δόντια του. Τα μάτια του στενεύουν. Δύο γραμμές γίνονται.
Βγαίνει γελώντας. Χώνομαι μέσα. Την βλέπω να στέκει ακόμα πάνω στο τραπέζι. Η μπεζ φορεσιά της σηκωμένη, μα τα πόδια της κατεβασμένα. Κρέμονται άβολα από τον πάγκο του τραπεζιού. Η μέση της κυρτώνει. Λευκά και κόκκινα τα μπούτια της. Το αίμα ξεπηδάει ακατάσχετα από τα μέσα τους. Στο βάθος του μοιάζει μαύρο, πηχτό σα μέλι, μετά αραιώνει και παίρνει τη γνώριμη χροιά του. Σταλάζει από της γάμπες της και τ’ ακροδάκτυλά της, στο πάτωμα του ξένου σπιτιού. Την πλησιάζω αργά. Κάτι μου γδέρνει την ψυχή και κάτι άλλο μου κεντά το στομάχι.
«Μαμά»
Αμάσητα τριαντάφυλλα σα να είχα καταπιωμένα, με μίσχους κι αγκύλια.
«Μαμαά»
Χαμογελάω γκριμάτσες απόγνωσης. Στεγνή μορφή, ολάκερο το πρόσωπό μου. Τα σωθικά μου ανακατεύονται.
Δεν έπρεπε να δω. Δεν έπρεπε να ξέρω, αλλά πώς να φύγω;
Την πλησιάζω. Της κατεβάζω το φουστάνι. «Τα πόδια των γυναικώνε, τα βλέπει ο άντρας τους μονάχα κι αυτό μετά την ευλογιά του παπά» Έτσι μου ‘χε πει κάποτε, σαν με μάθαινε πώς να κάθομαι «μεγαλώνεις» είχε προσθέσει με γλύκα. Τότε…
Τη βλέπω να κουνάει τα χείλια της. Προσπαθεί να μιλήσει.
«Μαμααά» Παράκληση. Προσευχή. Ικεσία σε κάθε Θεό.
Όχι. Τίποτα δεν είπε. Ούτε συγνώμη, ούτε βοήθα Παναγιά, ούτε καμιά συμβουλή. Τίποτα. Το χέρι της κρέμασε άψυχα. Τα δάκτυλά του σχημάτιζαν μικρά τόξα. Ο δείκτης της έδειχνε τον ουρανό. Τυχαία.